τσικάν

τσικάν
το, Ν
άκλ. (στην ινδική κεντητική) λευκό κέντημα από λευκή βαμβακερή κλωστή σε ύφασμα από μουσελίνα, αλλ. τσικανκάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. chikan].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”